πρόσοικος

πρόσοικος
-ον, Α
1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον, ο γείτονας
2. (για τόπο) όμορος, γειτονικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρόσοικος
(ενν. χώρα) η γειτονική χώρα
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόσοικοι
οι γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + οἶκος (πρβλ. πάρ-οικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόσοικος — dwelling near to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσοικον — πρόσοικος dwelling near to masc/fem acc sg πρόσοικος dwelling near to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοίκοις — πρόσοικος dwelling near to masc/fem/neut dat pl προσέοικα to be like perf opt act 2nd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοίκου — πρόσοικος dwelling near to masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοίκους — πρόσοικος dwelling near to masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοίκων — πρόσοικος dwelling near to masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοίκῳ — πρόσοικος dwelling near to masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσοικα — πρόσοικος dwelling near to neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσοικοι — πρόσοικος dwelling near to masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”